- πίκρισμα
- το, Ν [πικρίζω]το να πικρίζει κάτι, να έχει πικράδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίκρισμα — το, ατος γεύση πικρή ή η έννοια του πικρού: Νιώθω ένα πίκρισμα στο στόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… … Dictionary of Greek